- αγριοδαίτης
- ἀγριοδαίτης, ο (Α)αυτός που τρώει άγριους καρπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγριος + δαίτης < δαίομαι, δαίνυμι (κομματιάζω-τρώγω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγριοδαῖται — ἀγριοδαίτης eating wild fruits masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίτης — δαίτης, ο (Α) ο ιερέας που κομματιάζει τα σφάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίομαι (βλ. δαίω ΙΙ). ΣΥΝΘ. γεωδαίτης αρχ. αγριοδαίτης, ισοδαίτης, κρεοδαίτης, κρεωδαίτης, λαγοδαίτης, ξενοδαίτης, συνδαίτης, τεκνοδαίτης, χρηματοδαίτης] … Dictionary of Greek